ἐμπύωμα

ἐμπύωμα
ἐμπύωμα, ατος, τό,
A = ἐμπύημα, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐμπυωμάτων — ἐμπύωμα neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπύημα — Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”